- απορροφητικότητα
- ηη ιδιότητα ή ικανότητα απορρόφησης.[ΕΤΥΜΟΛ. < απορροφητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικό Λεξικό των Σχινά -Λεβαδέως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απορροφητικότητα — η το να έχει κάτι την ιδιότητα να απορροφά: Το έδαφος στο σημείο εκείνο είχε μεγάλη απορροφητικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμφόρηση — (Ιατρ.). Μεγάλη συγκέντρωση αίματος στα αγγεία ενός οργάνου (υπεραιμία). Αν το αίμα που μαζεύτηκε είναι αρτηριακό, η σ. λέγεται ενεργητική ή αρτηριακή. Αν όμως το αίμα έμεινε στο όργανο και στάλωσε στις φλέβες, λέγεται παθητική ή φλεβική. Στην… … Dictionary of Greek
υδρόφιλος — η, ο, Ν 1. αυτός που αγαπά το νερό, υδροχαρής 2. βοτ. (για φυτά) αυτός τού οποίου η επικονίαση γίνεται με τη βοήθεια τού νερού 3. χημ. (για χημ. είδος) αυτός που παρουσιάζει μεγάλη τάση συγκράτησης ή προσρόφησης μορίων νερού 4. το αρσ. ως ουσ. ο… … Dictionary of Greek
Λεονάρντο ντα Βίντσι — (Leonardo da Vinci, Βίντσι Φλωρεντίας 1452 – Πύργος του Κλου, Αμπουάζ 1519). Ιταλός ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας, μηχανικός, ανατόμος, φυσιολόγος, βοτανολόγος, φυσικός, φιλόσοφος, μουσικός και λογοτέχνης. Νόθος γιος του συμβολαιογράφου Σερ… … Dictionary of Greek
υπεριώδεις ακτινοβολίες — Το σύνολο των ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών με συχνότητα μεγαλύτερη της φωτεινής ιώδους ακτινοβολίας και μικρότερη της ακτινοβολίας των ακτίνων Χ· ως προς το μήκος κύματος, οι υπεριώδεις ακτινοβολίες περιλαμβάνουν τις ακτινοβολίες από μήκος… … Dictionary of Greek